Μιλησίς

Μιλησίς
Μιλησίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. Μιλήσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μιλησίδες — Μιλησίς the Milesians fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιλήσιος — α, ο (Α Μιλήσιος, ία, ον θηλ. και Μιλησίς και ιων. τ. Μιλησίη) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος τής Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης τής Μ. Ασίας αρχ. 1. μιλησιακός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μιλησίη η Μίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μίλητος + κατάλ. ιος, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”